- μεταλλακτος
- μεταλλακτόςμετ-αλλακτός31) изменившийся, переменившийся
(δαίμων Aesch.)
2) подлежащий изменению Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δαίμων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταλλακτός — changed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλακτός — ή, ό (Α μεταλλακτός, ή, όν) [μεταλλάσσω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν) η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν τής ύλης») αρχ. 1. μεταβεβλημένος 2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον … Dictionary of Greek
μεταλλακτόν — μεταλλακτός changed masc/fem acc sg μεταλλακτός changed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)