μεταλλακτος

μεταλλακτος
    μεταλλακτός
    μετ-αλλακτός
    3
    1) изменившийся, переменившийся
    

(δαίμων Aesch.)

    2) подлежащий изменению Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεταλλακτος" в других словарях:

  • μεταλλακτός — changed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλακτός — ή, ό (Α μεταλλακτός, ή, όν) [μεταλλάσσω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν) η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν τής ύλης») αρχ. 1. μεταβεβλημένος 2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • μεταλλακτόν — μεταλλακτός changed masc/fem acc sg μεταλλακτός changed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»